Σασκάτσιουαν

Σασκάτσιουαν
(Saskatchewan). Επαρχία του νοτιοκεντρικού Καναδά με έκταση 652 330 τ. χλμ. και πληθυσμό 1 007 000 κατ. Συνορεύει με τις ΗΠΑ στα Ν, με τις επαρχίες Αλμπέρτας στα Δ και Μανιτόμπα στα Α και με τα Βορειοδυτικά Εδάφη στα Β. Στο τοπίο επικρατούν οι οριζόντιες γραμμές, αλλά στα Ν υψώνονται διάφορες λοφώδεις και ορεινές ράχες, όπως τα Μουζ Μάουνταινς, τα Τάτσγουντ Χιλς και τα Μπήβερ Χιλς. Η ψηλότερη κορυφή (1466 μ.) βρίσκεται στο συγκρότημα των Σάιπρες Χιλς. Παντού είναι εμφανής η ανασκαφική δράση και οι εναποθέσεις των μεγάλων παγετώνων του Τεταρτογενούς. Αυτό μαρτυρούν και οι πολυάριθμες λίμνες, μεταξύ των οποίων η Αθαμπάσκα, η Πριμρόουζ, η Λίμνη των Ταράνδων, η Γουώλαστον, η Πήτερ Πόιντ, η Τσώρτσιλ, η Λακ Λα Ρονζ, η Κρη, η Φρόμπισερ και η Κουίλ. Αν εξαιρεθεί μια ζώνη σχετικά λίγο εκτεταμένη στο νοτιοδυτικό τμήμα, όλο το έδαφος αποστραγγίζεται στον Κόλπο Χάντσον μέσω των ποταμών Σασκάτσιουαν, Τσώρτσιλ, K’Απέλ, Ασινιμπόιν και πολυάριθμων άλλων. Το κλίμα είναι ηπειρωτικού τύπου ψυχρό, με δροσερά καλοκαίρια και χειμώνες δριμείς. Οι βροχοπτώσεις κυμαίνονται από 200-600 χλστ. Η οικονομία βασίζεται στην εκμετάλλευση των δασών και του υπεδάφους (χρυσός, ασήμι, κάδμιο, ψευδάργυρος, χαλκός, ουράνιο, πετρέλαιο, φυσικό αέριο, λιγνίτης κλπ.), στην κτηνοτροφία, στη γεωργία (στάρι, που αντιστοιχεί πάνω από το μισό ολόκληρης της καναδικής παραγωγής, κριθάρι, σίκαλη, βρώμη και λινάρι) και στη βιομηχανία (είδη διατροφής, βυρσοδεψία, δασικά προϊόντα, μεταλλουργία κα διύλιση πετρελαίου). Η πρωτεύουσα Ρητζάινα (175 064 κάτ.), που βρίσκεται στο νοτιοκεντρικό τμήμα της επαρχίας, στη σιδηροδρομική γραμμή Μόντρεαλ -Βανκούβερ, είναι μεγάλη αγορά σταριού, δερμάτων και ζώων με μερικές βιομηχανίες χημικών προϊόντων, υφαντουργίας και ειδών διατροφής. Η περιοχή, που εξερευνήθηκε κατά τα τέλη του Που αι., συχναζόταν επί δεκαετίες μόνο από κυνηγούς και γουνεμπόρους. Το 1870 η Κτήση του Καναδά την απόχτησε από την Εταιρεία του Κόλπου Χάντσον και την περίλαβε στα Βορειοδυτικά Εδάφη. Έγινε επαρχία το 1905, μετά την κατασκευή του Καναδικού Σιδηρόδρομου του Ειρηνικού (Canadian Pacific Rallroad) το 1882, ο οποίος συντέλεσε στη γρήγορη οικονομική ανάπτυξη της. Σιτοκαλλιέργεια στη ζώνη Σουίφτ Κόρεντ, στο νότιο τμήμα της επαρχίας. H λεωφόρος Βικτωρίας στην πρωτεύουσα Ρητζάινα. Αεροφωτογραφία του ποταμού Σασκάτσιουαν (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Νέλσον-Σασκάτσιουαν — (Nelson Saskatchewan). Ποτάμιο σύστημα της Βόρειας Αμερικής, στον Καναδά, το οποίο εκβάλλει στον κόλπο Χάντσον και αποτελείται από τους ποταμούς Σασκάτσιουαν (1.939 χλμ.) που χύνεται στη λίμνη Γουίνιπεγκ και Νέλσον (644 χλμ.) που πηγάζει από την… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπέρτα — Επαρχία (661.190 τ. χλμ., 3.064.200 κάτ. το 2001) του Καναδά, ΝΔ της χώρας. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα με την πολιτεία Μοντάνα. Περιοχή που αποικίστηκε σχετικά αργά, η σημερινή Α. εξερευνήθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αι. και έναν …   Dictionary of Greek

  • Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… …   Dictionary of Greek

  • σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …   Dictionary of Greek

  • σού — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …   Dictionary of Greek

  • Έντμοντον — (Edmonton). Πόλη (937.845 κάτ. το 2001) του Καναδά, πρωτεύουσα της επαρχίας Αλμπέρτα (661.848 τ. χλμ., 2.974.807 κάτ.). Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 665 μ., στην αριστερή όχθη του ποταμού Σασκάτσιουαν, στις ανατολικές υπώρειες των Βραχωδών Ορέων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”